- αλευρόμυλος
- ο (мукомольная) мельница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλευρόμυλος — Συσκευή, μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλευριού από την άλεση δημητριακών, οσπρίων κλπ. Η μέθοδος αυτή, τουλάχιστον στην εμβρυακή της μορφή, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια (χειρόμυλος). Αργότερα… … Dictionary of Greek
αλευρόμυλος — ο σειρά μηχανημάτων με τα οποία τα σιτηρά γίνονται αλεύρι: Όσοι απασχολούνται στους αλευρόμυλους λέγονται μυλεργάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek
αλογόμυλος — ο αλευρόμυλος που κινείται με άλογα, μουλάρια ή γαϊδούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μύλος] … Dictionary of Greek
αλφιτείον — ἀλφιτεῑον, το (Α) [ἀλφιτεύω] αλευρόμυλος … Dictionary of Greek
Μουσείο Υδροκίνησης (Δημητσάνας, Υπαίθριο) — Το μοναδικό στην Ελλάδα, και από τα λιγοστά στον κόσμο, υπαίθριο μουσείο υδροκίνησης άρχισε να λειτουργεί το 1997, ύστερα από δέκα χρόνια έρευνας και ανακατασκευής των κτιρίων από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα της Ελληνικής Τράπεζας… … Dictionary of Greek
στάρι ή σιτάρι — (Τρίτικον ή Σίτος ο κοινός). Το πιο γνωστό και διαδομένο από τα γεωργικά φυτά. Το σπέρμα του αποτελεί τη βάση της διατροφής του μεγαλύτερου μέρους των πολιτισμένων λαών και το ξηρό στέλεχος του (το άχυρο) χρησιμοποιείται για τροφή και στρωμνή των … Dictionary of Greek